Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η Αλκυόνη ήταν κόρη της Ενάρετης και του Αιόλου, του θεού των ανέμων
Ζούσε δίπλα στη θάλασσα μαζί με τον άντρα της, τον Κύηκα, με τον οποίο αισθάνονταν τόσο πολύ τυχεροί και ευτυχισμένοι ώστε άρχισαν σιγά-σιγά να πιστεύουν ότι δεν είναι κοινοί θνητοί αλλά ισάξιοι με τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου. Ο Κύηκας θεωρούσε τον εαυτό του ισάξιο του Δία και η Αλκυόνη πίστευε πως ήταν ισάξια της Ήρας. Μάλιστα άρχισαν να αποκαλούν ο ένας τον άλλον με τα ονόματα των θεών και ζητούσαν και από τους υπόλοιπους κατοίκους της περιοχής να τους αποκαλούν έτσι!
Η ασέβειά τους αυτή προκάλεσε την οργή του Δία. Όταν το έμαθε θύμωσε τόσο πολύ που έριξε έναν κεραυνό στο καράβι του Κύηκα, ο οποίος μη μπορώντας να παλέψει με τα μανιασμένα κύματα πνίγηκε. Η Αλκυόνη μάταια περίμενε τον άντρα της στην ακρογιαλιά και καθώς περνούσε η ώρα η αγωνία της μεγάλωνε ακόμα περισσότερο.
Μέσα από τη μανιασμένη θάλασσα το μόνο που μπορούσε πια να διακρίνει ήταν κάποια ξύλα από το καράβι του Κύηκα. Άρχισε τότε να κλαίει απαρηγόρητα. Μερόνυχτα θρηνούσε τον χαμό του αγαπημένου της συζύγου. Ο Δίας τότε την λυπήθηκε και την μεταμόρφωσε σε ένα πανέμορφο πουλί με λαμπερά γαλάζια φτερά, την αλκυόνα.
Η δυστυχία όμως της αλκυόνας δεν τελειώνει εδώ. Αντίθετα από τα άλλα πουλιά που γεννούσαν την άνοιξη, η αλκυόνα γεννούσε τα αβγά της μέσα στη βαρυχειμωνιά και τα κλωσούσε πάνω σε πέτρες και βράχια στις ακτές. Κάποιες φορές τα αγριεμένα κύματα ορμούσαν με μανία πάνω στη φωλιά της καταστρέφοντάς την μαζί με τα αβγά ή τα νεογέννητα πουλάκια, κάνοντάς την να κλαίει σπαρακτικά. Για άλλη μια φορά ο Δίας την λυπήθηκε και πρόσταξε για 15 μέρες του Γενάρη οι άνεμοι να κοπάζουν και ο ήλιος να ζεσταίνει τη φύση, ώστε να μπορεί η αλκυόνα να κλωσήσει τα αβγά της.
Αν τις δούμε συμβολικά, οι Αλκυονίδες μέρες μεταφέρουν ένα πολύ αισιόδοξο μήνυμα: Ακόμα και στη «βαρυχειμωνιά» θα υπάρξουν περιστάσεις που θα μας δίνουν θάρρος και δύναμη, όσο δύσκολα και αν είναι τα πράγματα. Έτσι, αισιόδοξοι πια θα περιμένουμε την «καλοκαιρία» και τον ερχομό της «Άνοιξης», κυριολεκτικά και μεταφορικά.